διαψηφίσεις

διαψηφίσεις
διαψήφισις
voting by ballot
fem nom/voc pl (attic epic)
διαψήφισις
voting by ballot
fem nom/acc pl (attic)
διαψηφίζομαι
aor subj act 2nd sg (epic)
διαψηφίζομαι
fut ind act 2nd sg
διαψηφίζω
put to the vote
aor subj act 2nd sg (epic)
διαψηφίζω
put to the vote
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”